afiŝado
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | afiŝado | afiŝadoj |
αιτιατική | afiŝadon | afiŝadojn |
afiŝado (eo)
- επικόλληση, ανάρτηση αφισών