agacerie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- agacerie < agacer
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
agacerie | agaceries |
agacerie (fr) θηλυκό
- λόγια ή εκφράσεις του προσώπου που προκαλούνται από κάποιον εκνευρισμό