agado
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | agado | agadoj |
αιτιατική | agadon | agadojn |
agado (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | agado | agadoj |
αιτιατική | agadon | agadojn |
agado (eo)