Μετάβαση στο περιεχόμενο

aiguisage

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
aiguisage < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /?/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
aiguisage aiguisages

aiguisage (fr) αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]