Μετάβαση στο περιεχόμενο

aimable

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
aimable < λατινική amabilis

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
aimable aimables

aimable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]