airbrake
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
airbrake | airbrakes |
airbrake (en)
- το αερόφρενο
ενικός | πληθυντικός |
airbrake | airbrakes |
airbrake (en)