akompanisto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akompanisto | akompanistoj |
αιτιατική | akompaniston | akompanistojn |
akompanisto (eo)
- ο συνοδός