akuŝejo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akuŝejo | akuŝejoj |
αιτιατική | akuŝejon | akuŝejojn |
akuŝejo (eo)
- το μαιευτήριο