μαιευτήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαιευτήριο < μαιευτήρ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαιευτήριο ουδέτερο
- νοσοκομείο ή κλινική για τοκετούς