akuŝoscienco
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- akuŝoscienco < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akuŝoscienco | akuŝosciencoj |
αιτιατική | akuŝosciencon | akuŝosciencojn |
akuŝoscienco (eo)
- η μαιευτική επιστήμη