alkalo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alkalo | alkaloj |
αιτιατική | alkalon | alkalojn |
alkalo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alkalo | alkaloj |
αιτιατική | alkalon | alkalojn |
alkalo (eo)