allegretto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- allegretto < (άμεσο δάνειο) ιταλική allegretto
Επίρρημα[επεξεργασία]
allegretto (fr) (παραδοσιακή ορθογραφία)
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- allegretto < allegr(o) + υποκοριστικό επίθημα -etto
Επίρρημα[επεξεργασία]
allegretto (it)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
allegretto (it)