almozordeno
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | almozordeno | almozordenoj |
αιτιατική | almozordenon | almozordenojn |
almozordeno (eo)
- τάξη μοναχών που ζουν χάρη στην ελεημοσύνη