aménagiste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
aménagiste aménagistes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

aménagiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]