aménager
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
aménager (fr)
- εξοπλίζω με
- διευθετώ, διαρρυθμίζω
- τροποποιώ
- (δασοκομία) διακανονίζω την εκμετάλλευση ενός δάσους