διαρρυθμίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διαρρυθμίζω < ελληνιστική κοινή διαρρυθμίζω < αρχαία ελληνική διά + ῥυθμίζω

διαρρυθμίζω (παθητική φωνή: διαρρυθμίζομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]