ambaŭseksulo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ambaŭseksulo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ambaŭseksulo | ambaŭseksuloj |
αιτιατική | ambaŭseksulon | ambaŭseksulojn |
ambaŭseksulo (eo)