Μετάβαση στο περιεχόμενο

ambition

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
ambition ambitions

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ambition < λατινική ambitio

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /æm.ˈbɪʃ.ən/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ambition (en)

  1. η φιλοδοξία, κάτι που θέλω να κάνω ή να πετύχω πάρα πολύ
      All my ambitions have been fulfilled.
    Όλες μου οι φιλοδοξίες έχουν εκπληρωθεί.
  2. (μη μετρήσιμο) η φιλοδοξία, το να είμαι φιλόδοξος
      She is full of ambition.
    Είναι γεμάτη φιλοδοξία.



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ambition < λατινική ambitio

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɑ̃.bi.sjɔ̃/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ambition ambitions

ambition (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]