amnésique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
amnésique amnésiques

amnésique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που πάσχει από αμνησία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
amnésique amnésiques

amnésique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ασθενής που πάσχει από αμνησία

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη amnésie