amuzparko
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- amuzparko < amuza (ψυχαγωγικός) + parko (πάρκο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amuzparko | amuzparkoj |
αιτιατική | amuzparkon | amuzparkojn |
amuzparko (eo)