anachronique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.na.kʁɔ.nik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
anachronique anachroniques

anachronique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]