anekdoto
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | anekdoto | anekdotoj |
αιτιατική | anekdoton | anekdotojn |
anekdoto (eo)
- το ανέκδοτο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | anekdoto | anekdotoj |
αιτιατική | anekdoton | anekdotojn |
anekdoto (eo)