anekdoto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | anekdoto | anekdotoj |
αιτιατική | anekdoton | anekdotojn |
anekdoto (eo)
- το ανέκδοτο