ανέκδοτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανέκδοτο τα ανέκδοτα
      γενική του ανεκδότου
ανέκδοτου
των ανεκδότων
    αιτιατική το ανέκδοτο τα ανέκδοτα
     κλητική ανέκδοτο ανέκδοτα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανέκδοτο < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈnek.ðo.to/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανέκδοτο ουδέτερο

  1. η μικρή ιστορία που στόχο έχει να προκαλέσει γέλιο
  2. το συμβάν που αφορά ιστορικούς χρόνους αλλά δεν θεωρείται, επίσημα, σαν μέρος της ιστορίας και ίσως δεν έχει επαληθευθεί

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ανέκδοτο