ανέκδοτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ανέκδοτο | ανέκδοτα |
γενική | ανεκδότου | ανεκδότων |
αιτιατική | ανέκδοτο | ανέκδοτα |
κλητική | ανέκδοτο | ανέκδοτα |
Λάθος και ανέκδοτου
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανέκδοτο < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ˈnɛk.ðɔ.tɔ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανέκδοτο ουδέτερο
- μικρή ιστορία που στόχο έχει να προκαλέσει γέλιο
- συμβάν που αφορά ιστορικούς χρόνους αλλά δεν θεωρείται, επίσημα, σαν μέρος της ιστορίας και ίσως δεν έχει επαληθευθεί
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανέκδοτο
Κλιτή μορφή επιθέτου[επεξεργασία]
ανέκδοτο