animalier

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

animalier < animal

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ni.ma.lje/

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό animalier animaliers
θηλυκό animalière animalières

animalier (fr)

  1. σχετικός με τα ζώα


Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό animalier animaliers
θηλυκό animalière animalières

animalier (fr)

  1. ζωγράφος ή γλύπτης ζώων
  2. υπεύθυνος της φροντίδας των ζώων σε κατάστημα ή κέντρο ερευνών


Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη animal