annoyed
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
annoyed (en)
- αόριστος και παθητική μετοχή του ρήματος annoy
Επίθετο[επεξεργασία]
annoyed (en)