another
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Αντωνυμία
[επεξεργασία]another (en) (αόριστη αντωνυμία)
another (en)
- άλλος, ένα ακόμα· ένα επιπλέον πράγμα ή άτομο
- άλλος, διαφορετικός· διαφορετικό πρόσωπο ή πράγμα
- ⮡ That is another problem.
- Αυτό είναι άλλο πρόβλημα.
- ⮡ From her marriage onwards, she became another person.
- Από το γάμο της και μετά έγινε άλλος άνθρωπος.
- ⮡ That is another problem.
- άλλος, ένα άτομο ή ένα πράγμα πολύ παρόμοιου τύπου
- ⮡ a great talent, another Beethoven - μεγάλο ταλέντο, άλλος Μπετόβεν