Μετάβαση στο περιεχόμενο

another

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
another < an + other

Αντωνυμία

[επεξεργασία]

another (en) (αόριστη αντωνυμία)

  1. άλλο, ένα ακόμα· ένα επιπλέον πράγμα ή άτομο
      I don’t want another.
    Δε θέλω άλλο.
      Give me another.
    Δώσε μου ένα άλλο.
     συνώνυμα: one other
  2. δεύτερος, ένα άτομο ή ένα πράγμα πολύ παρόμοιου τύπου
      There will never be another like him.
    Δεν υπάρχει δεύτερος σαν αυτόν.

another (en)

  1. άλλος, ένα ακόμα· ένα επιπλέον πράγμα ή άτομο
      I don’t have another child.
    Δεν έχω άλλο παιδί.
      I don’t want another coffee.
    Δεν θέλω άλλο καφέ.
      The bridge needs another support.
    Η γέφυρα θέλει κι άλλη στήριξη.
     συνώνυμα: one other
  2. άλλος, διαφορετικός· διαφορετικό πρόσωπο ή πράγμα
      That is another problem.
    Αυτό είναι άλλο πρόβλημα.
      From her marriage onwards, she became another person.
    Από το γάμο της και μετά έγινε άλλος άνθρωπος.
  3. άλλος, ένα άτομο ή ένα πράγμα πολύ παρόμοιου τύπου
      a great talent, another Beethoven - μεγάλο ταλέντο, άλλος Μπετόβεν