antimasker
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
antimasker (en)
- (νεολογισμός, μειωτικό, υγειονομική πολιτική) άτομο που αντιτίθεται στη χρήση μάσκας προσώπου εξαιτίας της πανδημίας του κορονοϊού ως προστατευτικού μέτρου επιβεβλημένου για λόγους δημόσιας υγείας· ο αρνητής / η αρνήτρια μάσκας