apero
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | apero | aperoj |
αιτιατική | aperon | aperojn |
apero (eo)
- η εμφάνιση, η παρουσίαση
- la apero de la homa civilizo - η εμφάνιση του ανθρώπινου πολιτισμού