apetito
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | apetito | apetitoj |
αιτιατική | apetiton | apetitojn |
apetito (eo)
- η όρεξη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | apetito | apetitoj |
αιτιατική | apetiton | apetitojn |
apetito (eo)