Μετάβαση στο περιεχόμενο

aqueduct

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
aqueduct aqueducts

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

aqueduct (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • aqueduct στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια