arbitror

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

arbitror < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /arˈbit.ror/

Ρήμα[επεξεργασία]

arbitror (la) (αποθετικό ρήμα) (arbitror1, arbitrātus sum, arbitrārī)

  1. ακούω με τα ίδια μου τ' αφτιά
  2. κρίνω, αποφαίνομαι
  3. πιστεύω

Κλίση[επεξεργασία]