Μετάβαση στο περιεχόμενο

armful

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
armful armfuls / armsful

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
armful < arm + -ful

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

armful (en)

  • η αγκαλιά, η ποσότητα ενός πράγματος που χωράει σε μια αγκαλιά
      an armful of books - μια αγκαλιά βιβλία
      They returned with an armful of flowers.
    Γύρισαν με μια αγκαλιά λουλούδια.