armful
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
armful | armfuls / armsful |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
armful (en)
ενικός | πληθυντικός |
armful | armfuls / armsful |
armful (en)