Μετάβαση στο περιεχόμενο

armure

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
armure < παλαιά γαλλική armure

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
armure armures

armure (fr) θηλυκό

  1. η πανοπλία
  2. (μουσική) ο οπλισμός στην αρχή ενός πεντάγραμμου