artiŝoko
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | artiŝoko | artiŝokoj |
αιτιατική | artiŝokon | artiŝokojn |
artiŝoko (eo)
- η αγκινάρα