as though

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

as though < → δείτε τις λέξεις as και though

Έκφραση[επεξεργασία]

as though (en)

  • (ιδιωματισμός) σαν να, με τρόπο που υποδηλώνει κάτι
    I felt as though there was also someone else in the room.
    Aισθάνθηκα σαν να υπήρχε και κάποιος άλλος στο δωμάτιο.
    He rose as though he were asking for something.
    Aνασηκώθηκε σαν κάτι να ζητούσε.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη as if

Πηγές[επεξεργασία]