assassination
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- assassination < assassin
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]assassination (en)
- η (πολιτική) δολοφονία
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- assassination attempt : απόπειρα δολοφονίας
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Assassination στην αγγλόφωνη Βικιπαίδεια