assassin

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

assassin < μεσαιωνική λατινική assassinus < αραβική حشاشين (haššašīn, αυτός που καπνίζει χασίς)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ǝˈsæsın/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

assassin (en)

  1. δολοφόνος (που δολοφονεί κάποιον από πολιτικά κίνητρα ή για χρήματα)
  2. οποιοσδήποτε αδίστακτος δολοφόνος
  3. (ιστορία) ασσασίνος

Δείτε επίσης[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό assassin assassins
θηλυκό assassine assassines

assassin (fr) αρσενικό

  1. που πληγώνει, που προσβάλλει, που προκαλεί
     συνώνυμα: provocant
  2. που σκοτώνει

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
assassin assassins

assassin (fr) αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]