assassin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- assassin < μεσαιωνική λατινική assassinus < αραβική حشاشين (haššašīn, αυτός που καπνίζει χασίς)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
assassin (en)
- δολοφόνος (που δολοφονεί κάποιον από πολιτικά κίνητρα ή για χρήματα)
- οποιοσδήποτε αδίστακτος δολοφόνος
- (ιστορία) ασσασίνος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | assassin | assassins |
θηλυκό | assassine | assassines |
assassin (fr) αρσενικό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
assassin | assassins |
assassin (fr) αρσενικό