assassinat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.sa.si.na/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
assassinat assassinats

assassinat (fr) αρσενικό

  1. η δολοφονία
  2. ο φόνος
  3. (κατ’ επέκταση) άδικη βία
  4. κάτι που εκμηδενίζει, που καταστρέφει

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]