homicide

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

homicide (en)

  1. η ανθρωποκτονία
  2. ο δράστης μιας ανθρωποκτονίας

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɔ.mi.sid/

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
homicide homicides

homicide (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
homicide homicides

homicide (fr) αρσενικό

  1. η ανθρωποκτονία
  2. ο δράστης μιας ανθρωποκτονίας