astigmatismo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | astigmatismo | astigmatismoj |
αιτιατική | astigmatismon | astigmatismojn |
astigmatismo (eo)