atterzato
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
atterzato | atterzati |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- atterzato < λατινική attertiatus
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /at.terˈt͡sa.to/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
atterzato (it) αρσενικό
- (ποτό) λευκό κρασί από την περιοχή της Ούμπριας το οποίο παρασκευάζεται με το βράσιμο του 1/3 του μούστου
Πηγές[επεξεργασία]
- atterzato - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).