avete
Εμφάνιση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]avete (it)
- β΄ πρόσωπο πληθυντικού οριστικής ενεστώτα του avere
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]avete (la)
avete (it)
avete (la)