avril
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
avril (fr) αρσενικό
- ο μήνας Απρίλιος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- en avril ne te découvre pas d'un fil: εννοεί ότι τον Απρίλιο, λόγω του άστατου καιρού, δεν πρέπει να βγαίνει κανείς έξω χωρίς να προστατευτεί από τη βροχή