Μετάβαση στο περιεχόμενο

janvier

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʒɑ̃.vje/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
janvier janviers

janvier (fr) αρσενικό

  • ο μήνας Ιανουάριος, ο Γενάρης
    on partira en janvier - θα φύγουμε τον Ιανουάριο
    le deux janvier - στις 2 Ιανουαρίου

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
Οι μήνες του χρόνου
Ιανουάριος Φεβρουάριος Μάρτιος Απρίλιος
janvier février mars avril
Μάιος Ιούνιος Ιούλιος Αύγουστος
mai juin juillet août
Σεπτέμβριος Οκτώβριος Νοέμβριος Δεκέμβριος
septembre octobre novembre décembre