Μετάβαση στο περιεχόμενο

bûche

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bûche bûches

bûche (fr) θηλυκό