bœuf
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : boeuf /bœf/, boeufs /bø/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
bœuf | bœufs |
bœuf (fr) αρσενικό