babilaĵo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | babilaĵo | babilaĵoj |
αιτιατική | babilaĵon | babilaĵojn |
babilaĵo (eo)
- η φλυαρία, η άσκοπη συζήτηση