Μετάβαση στο περιεχόμενο

bachelor

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
bachelor < (κληρονομημένο) μέση αγγλική bacheler

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈbæt͡ʃ.ə.lə(ɹ)/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bachelor bachelors

bachelor (en)

  1. εργένης
  2. (εκπαίδευση) το πτυχίο
     και δείτε τη λέξη bachelor's degree