balailo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | balailo | balailoj |
αιτιατική | balailon | balailojn |
balailo (eo)
- η σκούπα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | balailo | balailoj |
αιτιατική | balailon | balailojn |
balailo (eo)