balance of trade
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]balance of trade (en)
- (μόνο ενικός, οικονομία) το εμπορικό ισοζύγιο
- ⮡ The balance-of-trade deficit in June was huge.
- Το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο τον Ιούνιο ήταν τεράστιο.
- ⮡ The balance-of-trade deficit in June was huge.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- balance of trade στην αγγλική Βικιπαίδεια